- ελλανοδικία
- ητο αξίωμα και το έργο του ελλανοδίκη (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελλανοδικία — η (Μ ἑλλανοδικία) το αξίωμα και το έργο τών ελλανοδικών … Dictionary of Greek
ελλανόδικος — η, ο που ασκεί ελλανοδικία (βλ. λ.): Ελλανόδικη επιτροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)